- εκβουλγαρίζω
- εκβουλγάρισα, εκβουλγαρίστηκα, εκβουλγαρισμένος, μτβ.1. μεταβάλλω κάτι σε βουλγαρικό ή άτομα άλλης εθνικότητας τα κάνω Βούλγαρους (πρβλ. εξελληνίζω, εκρουμανίζω κτλ.).2. μέσ. και παθ., εκβουλγαρίζομαι με τη θέλησή μου ή με τη βία γίνομαι Βούλγαρος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.