εκβουλγαρίζω

εκβουλγαρίζω
εκβουλγάρισα, εκβουλγαρίστηκα, εκβουλγαρισμένος, μτβ.
1. μεταβάλλω κάτι σε βουλγαρικό ή άτομα άλλης εθνικότητας τα κάνω Βούλγαρους (πρβλ. εξελληνίζω, εκρουμανίζω κτλ.).
2. μέσ. και παθ., εκβουλγαρίζομαι με τη θέλησή μου ή με τη βία γίνομαι Βούλγαρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκβουλγαρίζω — 1. μεταβάλλω σε Βούλγαρο ή σε βουλγαρικό 2. παθ. γίνομαι Βούλγαρος 3. (για λέξεις) παίρνω βουλγαρική μορφή …   Dictionary of Greek

  • εξαλβανίζω — εξαλβάνισα, εξαλβανίστηκα, εξαλβανισμένος, μτβ., μεταβάλλω κάτι σε αλβανικό ή ανθρώπους άλλης εθνικότητας σε Αλβανούς (πρβλ. εκβουλγαρίζω, εκτουρκίζω) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαμερικανίζω — εξαμερικάνισα, εξαμερικανίστηκα, εξαμερικανισμένος, μτβ., μεταβάλλω κάτι σε αμερικανικό ή άνθρωπο άλλης εθνικότητας σε Αμερικανό (πρβλ. εκβουλγαρίζω, εξαλβανίζω): Εξαμερικάνισε το ντύσιμό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”